- ελλαδικός
- -ή, -ό (AM ἑλλαδικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα ή προέρχεται απ' αυτήνεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελληνική επικράτεια (σ' αντίθεση προς το «ελληνικός», που αναφέρεται στο ελληνικό έθνος)μσν.1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ελλαδικοίοι κάτοικοι τής κυρίως Ελλάδας2. το θηλ. ως ουσ. η ελλαδικήέμπλαστροαρχ.1. ο ελληνικός2. ως ουσ. ο κάτοικος τής Ελλάδας.
Dictionary of Greek. 2013.